μοίραρχο

μοίραρχο
jandarma yüzbaşısı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιραρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιραρχία ή στον μοίραρχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραρχικό ναυτ. το σήμα τού αρχηγού τής μοίρας που υψώνεται στο επιστήλιο τού πρωραίου συνήθως ιστού τού πολεμικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει μοίραρχος.… …   Dictionary of Greek

  • Καβακτζής, Μηνάς — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Έδρασε κυρίως ως καταδρομέας και έλαβε μέρος σε πολλές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας. Για να εκδικηθεί τα βασανιστήρια που υπέστη από Αυστριακό μοίραρχο, πυρπόλησε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”